Από την αυγή της νεωτερικότητας, το κράτος και η κοινωνία βρέθηκαν δεμένα σε μια κοινή προσπάθεια: να δώσουν μορφή στο χάος. Η τάξη, η κατηγοριοποίηση, η τυποποίηση έγιναν εργαλεία εξουσίας, αλλά και ελπίδας για πρόοδο.
Ο βιομηχανικός κόσμος, με τον ορθολογισμό και την αυτοπεποίθησή του, υποσχέθηκε να τιθασεύσει τη φύση και να οργανώσει την κοινωνία όπως ένας μηχανικός ρυθμίζει μια μηχανή. Μα μέσα σε αυτή την αισιοδοξία κρύβονταν και σπέρματα καταστροφής: η απώλεια της ποικιλίας, η συντριβή της ιδιαιτερότητας, η αλαζονεία της απόλυτης βεβαιότητας.
Το σύγχρονο κράτος, αντιμέτωπο με τα όρια της δικής του αντίληψης, επιδίωξε να κάνει τον κόσμο να υπακούσει στις μεθόδους της δικής του αναπαράστασης. Η ποικιλία, η κινητικότητα, η τοπική γνώση φάνταζαν εμπόδια στη διακυβέρνηση.
*****
Για να μη χάσετε καμία ανάρτηση της Εποπτείας, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο newsletter μας, πατώντας ΕΔΩ
Για ΟΛΑ τα videos της Εποπτείας, γραφτείτε στο κανάλι μας στο youtube, πατώντας ΕΔΩ
*****
Η λύση ήταν η τυποποίηση, η κατηγοριοποίηση, η ταξινόμηση — το «κάρφωμα» των ανθρώπων στον χώρο, η απόδοσή τους σε ευανάγνωστες ταυτότητες, η μέτρηση και ο έλεγχος. Τα μόνιμα επώνυμα έγιναν κανόνας. Τα σύνορα σκλήρυναν. Οι πληθυσμοί —μια στατιστική κατηγορία πλέον— ταξινομήθηκαν και διαχωρίστηκαν, υποχρεωμένοι να ζουν μέσα στις κατηγορίες που τους είχαν αποδοθεί. Τα δάση φυτεύτηκαν σε ευθείες γραμμές μονοκαλλιέργειας. Οι πόλεις ξανασχεδιάστηκαν σαν πλέγματα, γυμνωμένες από τη χαοτική, οργανική τους ζωή.
Αυτές οι φιλοδοξίες κορυφώθηκαν με τη βιομηχανική λογική που διαμόρφωσε μια νεωτερικότητα με θριαμβευτική κυριαρχία πάνω στη φύση και την κοινωνία, πίστη ότι η ανθρώπινη ευφυΐα μπορεί να τιθασεύσει την πολυπλοκότητα με κεντρικό σχεδιασμό και ορθολογικό έλεγχο.
Μα η βιομηχανική νεωτερικότητα ήταν αντιφατική, σχεδόν σχιζοφρενική: επιχειρούσε να παγιώσει την πραγματικότητα με υποδομές και διοίκηση, ενώ ταυτόχρονα προωθούσε την αδιάκοπη κίνηση και τη συνεχή ροή. Και όπως κάθε μοντέλο, έτσι κι αυτό, ήταν ατελές, ανομοιογενές, αμφισβητούμενο.
Η βιομηχανική νεωτερικότητα έφερε πρόοδο αλλά και καταπίεση. Ανύψωσε το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων, προσέφερε αγαθά σε προσιτές τιμές, σταθερές δουλειές, μια περίοδο συνεχούς αύξησης μισθών. Όμως επέβαλε και μια ασφυκτική ομοιομορφία, συνθλίβοντας την ατομικότητα και την τοπική ιδιαιτερότητα στο όνομα της αποδοτικότητας. Ο συνδυασμός υπερφίαλης αυτοπεποίθησης και μερικής τύφλωσης οδήγησε σε καταστροφικές αποτυχίες.
Διότι, όσο κι αν είναι αναγκαίο να «παραμερίζουμε» πλευρές της πραγματικότητας για να την κάνουμε αναγνώσιμη, ό,τι αφήνεται έξω από τις παρενθέσεις συχνά επιστρέφει για να στοιχειώσει τις παρεμβάσεις μας. Τα μονοκαλλιεργημένα «επιστημονικά» δάση αποδείχθηκαν ευάλωτα σε ασθένειες, παράσιτα, πυρκαγιές και καταιγίδες. Οι τετραγωνισμένες πόλεις του Λε Κορμπυζιέ και του Ρόμπερτ Μόουζες αγνόησαν την ανθρώπινη κλίμακα — εκείνο που η Τζέιν Τζέικομπς αποκάλεσε το «μπαλέτο του πεζοδρομίου».
Για τον Μόουζες και τον Λε Κορμπυζιέ οι πόλεις ήταν χαοτικές, παρωχημένες, αναποτελεσματικές· για την Τζέικομπς ήταν ένας περίπλοκος και ιστορικά εξελιγμένος ιστός κοινωνικών σχέσεων που έκανε τις πόλεις βιώσιμες, δημιουργικές, καινοτόμες. Μέσα στον ζήλο τους να μηχανικοποιήσουν την κοινωνία σαν ρολόι, οι μοντερνιστές κατέστρεψαν τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό που την κρατούσε ενωμένη.
Στα πιο σκοτεινά της άκρα, η βιομηχανική νεωτερικότητα οδήγησε αυτή την οπτική σε φρικτό συμπέρασμα. Η «στερέωση», ο διαχωρισμός και η συγκέντρωση πληθυσμών έγιναν εργαλεία εκμετάλλευσης και εξόντωσης. Γκέτο. Απαρτχάιντ. Στρατόπεδα.
Η βιομηχανική νεωτερικότητα ήταν το απόσταγμα τόσο της δημιουργικής όσο και της καταστροφικής δύναμης του ανθρώπου. Το καλό και το κακό της αναδύθηκαν μέσα από την ίδια μηχανική μεταφορά: αν οι κοινωνίες είναι μηχανές, τότε οι «μηχανικοί» τους αποφασίζουν τη μοίρα τους.
Ρευστή Νεωτερικότητα
Η παρακμή της βιομηχανικής νεωτερικότητας δεν ήταν απλώς η κατάρρευση ενός οικονομικού μοντέλου, αλλά το ξετύλιγμα μιας κοσμοαντίληψης. Η κάποτε αδιάρρηκτη σύζευξη μαζικής παραγωγής, αυξανόμενων μισθών και σταθερής απασχόλησης άρχισε να διαλύεται τη δεκαετία του 1970.
Η μεταπολεμική άνθηση είχε φτάσει στα όριά της. Οι οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας, κάποτε ρημαγμένες, είχαν ανακάμψει πλήρως και οι αγορές τους έτειναν προς κορεσμό.
Μια κεντρική αντίφαση ξεπήδησε: τα σχέδια της βιομηχανικής νεωτερικότητας γέννησαν τις δικές τους δυσαρέσκειες και δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη δυναμική του καπιταλισμού. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε, η στασιμότητα εγκαταστάθηκε, και μια νέα οικολογική συνείδηση αναδύθηκε απέναντι στις πόλεις πνιγμένες στο νέφος και στην αυξανόμενη αίσθηση των ορίων του πλανήτη.
Την ίδια στιγμή, τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία — και για αντίσταση στην τυποποίηση — πήραν δύναμη. Εργάτες κατέβηκαν σε απεργίες. Φοιτητές επαναστάτησαν. Ακτιβιστές των πολιτικών δικαιωμάτων και αντιπολεμικά κινήματα αμφισβήτησαν την εξουσία κρατών που θεωρούσαν τη νομιμοποίησή τους αυτονόητη.
Κι ύστερα, το 1973, ο ΟΠΕΚ επέβαλε εμπάργκο σε αντίποινα για τη στήριξη της Δύσης στο Ισραήλ, εκτινάσσοντας την τιμή του πετρελαίου — του αίματος της βιομηχανικής νεωτερικότητας. Το σύστημα κλονίστηκε. Έπειτα, λύγισε.
Μπροστά στη μείωση των κερδών, πολλές εταιρείες κοίταξαν προς τα έξω. Όπου κάποτε ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ένας κλειστός κύκλος — μισθοί που τροφοδοτούσαν κατανάλωση, κατανάλωση που τροφοδοτούσε παραγωγή — οι επιχειρήσεις στράφηκαν τώρα στις χαμηλόμισθες οικονομίες του Παγκόσμιου Νότου.
Οι συνέπειες ήταν κοσμοϊστορικές. Σπάζοντας τον δεσμό ανάμεσα στην εγχώρια παραγωγή και στους εγχώριους μισθούς, η παγκοσμιοποίηση διέλυσε την εύθραυστη ισορροπία που είχε συντηρήσει την άνοδο των εισοδημάτων και τη σχετική ισότητα στη Δύση. Η ανακωχή ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία — εκείνη που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων — έλαβε τέλος.
Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό σήμανε το τέλος του αυτάρεσκου κράτους. Η εποχή όπου οι κυβερνήσεις έβλεπαν τον εαυτό τους ως θεματοφύλακα της οικονομικής προόδου έδωσε τη θέση της σε κάτι πολύ πιο περιορισμένο.
Το κράτος δεν επεδίωκε πια να σχεδιάζει την οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά να λιπαίνει τα γρανάζια της παραγωγής για να επιβιώσει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν σμίκρυνε απλώς το κράτος — επαναπροσδιόρισε τον σκοπό του.
Η «ρευστή νεωτερικότητα» που διαδέχθηκε τη βιομηχανική εποχή δεν είναι λιγότερο ασταθής· είναι, αντιθέτως, πιο ρευστή, πιο αβέβαιη, πιο απρόβλεπτη. Αν η βιομηχανική νεωτερικότητα ήθελε να στερεώσει τον κόσμο σαν μηχανή, η σημερινή πραγματικότητα μοιάζει με ποτάμι που αλλάζει διαρκώς κοίτη. Το στοίχημα της εποχής μας είναι αν μπορούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στη δημιουργικότητα και στον έλεγχο, ανάμεσα στην ελευθερία και στην ασφάλεια — χωρίς να ξεχνάμε ποτέ ότι κάθε απόπειρα «να βάλουμε τον κόσμο σε παρενθέσεις» αφήνει έξω ό,τι αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει να μας ζητήσει λογαριασμό.-
*****
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ο Φρόιντ και οι Έλληνες: Οι κλασικές ρίζες της δυτικής ψυχολογίας
Η δίκη του Σωκράτη: Όταν η σκέψη έγινε έγκλημα
Γιώργος Σεφέρης: Λίγες είναι οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν
ΗΠΑ- Κίνα: Η σταθερή αλληλεξάρτηση μικροτσίπ- σπάνιων γαιών
Βιρτζίνια Γουλφ: Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα που έχει απομείνει
Πού θα οδηγήσει η παρακμή της φιλολογίας;
Γιάννης Ρίτσος: Με τρομάζει η ομορφιά σου
Πώς οι Δημοκρατίες πέφτουν εκ των έσω
Πόσο εύκολη είναι η αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους;
Πώς αλλάζει σελίδα η Ιστορία;
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...