Ο Δημήτρης Πικιώνης, υπήρξε άνθρωπος ιδιόμορφος, μια πολύπλευρη, αντιφατική, προσωπικότητα. Ήταν o homo universalis του Μεσοπολέμου, ο αρχιτέκτων που υπερέβη τους τομείς της ειδικότητάς του, κινούμενος, παράλληλα, και με την ίδια θέρμη, το ίδιο ζηλευτό πάθος, στους χώρους της ζωγραφικής, της σκηνογραφίας, της ποίησης, της φιλοσοφίας. Κατηγορήθηκε ως παραδοσιακός και ως μοντερνιστής, συγχρόνως.
*****
Για να μη χάσετε καμία ανάρτηση της Εποπτείας, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο newsletter μας, πατώντας ΕΔΩ
Για ΟΛΑ τα videos της Εποπτείας, γραφτείτε στο κανάλι μας στο youtube, πατώντας ΕΔΩ
*****
Πενήντα εφτά χρόνια μετά τον θάνατό του (28 Αυγούστου 1968), ο Δημήτρης Πικιώνης, εξακολουθεί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, να διχάζει, ακόμη κι αν μιλάμε για έναν αληθινό και ακραιφνή διανοητή. Κάποιοι τον παρεξήγησαν, κάποιοι δεν θέλησαν να τον καταλάβουν και ασφαλώς υπήρξαν και μερικοί που τον φοβήθηκαν. Ούτε καν η διεθνής αναγνώρισή του, ιδίως, μετά τη διαμόρφωση των χώρων στην περιοχή της Ακρόπολης, εκτιμήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. «Γιατί ο Πικιώνης εξακολουθούσε να θεωρείται από κάποιους ο βασικός υπεύθυνος μιας νέας παραδοσιακής «σκηνογραφίας» στην ελληνική αρχιτεκτονική και το άλλοθι για την αναζήτηση μιας φασματικής και επιζήμιας ελληνικότητας», όπως λέει ο αρχιτέκτονας και μελετητής του έργου του Δημήτρης Φιλιππίδης.
Γράφει ο ίδιος για την παιδική του ηλικία: «Κι αναθυμούμενος τα παιδικά μου χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης. Κι αγκαλά, και ξέρω πως ο χώρος δε μου το επιτρέπει, αισθάνομαι μια βαθιάν ανάγκη να μακραίνω εδώ για τα παιδικά τα χρόνια το λόγο, προτιμώντας των άλλων παρά τούτων να συντομέψω την εξιστόρηση, και τούτο όχι από φιλαυτία, μα για να δείξω, απάνω στο προσωπικό μου αναγκαστικά παράδειγμα, τη σημασία που έχουν τα πνευματικά τα σπέρματα που η παιδική ηλικία κρύβει μέσα της. […] Μια φωνή μού έλεγε πως δεν ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο με τη συγκατάθεσή μας, μα εκτίοντας κάποιο πταίσμα. Κάποτε έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: «Είμαι αγνός;». Αλλά σύγκαιρα διερωτώμην: «Αλλ’ από πού ξέρω τι είναι αγνότητα. Από πού μπορώ να ξέρω το νόημά της;». Μου επαναλάμβανα πως πρέπει να 'μαι πάντα καλός. Και προσπαθούσα να είμαι, μα μέσα μου είχα την υποψία μην είμαι καλός από αδυναμία… Είχα το αίσθημα της δικαιοσύνης, και κάποτε πάλεψα να την υπερασπιστώ ανάμεσα σε δύο το ίδιο προσφιλή πρόσωπα, θέτοντας τα παιδικά μου αισθήματα σε φοβερή δοκιμασία».
Μικρόσωμος, με σιγανή φωνή, ένα σβησμένο τσιγάρο μονίμως στα χείλη και με συμπεριφορά ανεπιτήδευτη, συγχρόνως και παράξενη, που μόνο καθηγητή δεν θύμιζε, θα πρέπει να προκαλούσε αμηχανία και δέος στους συνομιλητές και τους φοιτητές του. Από την άλλη, είναι τεκμηριωμένο ότι αντιμετώπιζε τους πάντες με την ίδια προσοχή και σοβαρότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το μορφωτικό τους επίπεδο, ή την κοινωνική τους θέση.
Έπαρση δεν είχε καθόλου, χαρακτηριστικό είναι μάλιστα πως ρωτούσε τη γνώμη των φοιτητών του, για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν, ενώ παροιμιώδης ήταν η τελειομανία του. Όσο για το μάθημα, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Κανδύλης λέει: «Πρόγραμμα δεν υπήρχε στη Σχολή και ποτέ δεν ξέραμε το περιεχόμενο του μαθήματος. Όταν ο Πικιώνης απόκανε να “παριστάνει” τον καθηγητή, ή να μένει κλεισμένος στην τάξη, μας έλεγε στη μέση του μαθήματος: “Δεν αισθάνομαι πολύ καλά, αν θέλετε βγαίνουμε στον δρόμο και περπατάμε λίγο”, επομένως, πολύ συχνά, η παράδοση γινόταν στον δρόμο.».
Αυτός, λοιπόν, ο οπαδός της περιπατητικής σχολής ήταν και ο μόνος αρχιτέκτονας που έχτιζε, δίχως να τοποθετεί το όνομά του στην επιγραφή, αν και συζητιόταν περισσότερο από όλους. Χρησιμοποιούσε τα υλικά- φυσικά ή τεχνητά, παραδοσιακά ή σύγχρονα- με μια νοοτροπία χειροτεχνική, λέει ένας άλλος αρχιτέκτονας και μαθητής του, ο Δημήτρης Αντωνακάκης. Το υλικό ήταν εκείνο που τον οδηγούσε, καθώς και ο μάστορας που το χειριζόταν.
Οι νέοι καλλιτέχνες που αγαπούσε ο Δημήτρης Πικιώνης, ήταν τότε άσημοι, φτωχοί και αβοήθητοι. Νέοι, που επισκεπτόταν το σπίτι του για ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ένα μπάνιο αλλά και μια συμβουλή, καθώς και πολλές εποικοδομητικές και αλληλεπιδραστικές συζητήσεις. Ο Πικιώνης, μπορεί να μην ήταν πλούσιος, αλλά, ως καθηγητής, βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική θέση. Ο ίδιος, είχε γνωριμίες και τους βοηθούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Τους έστελνε καθηγητές σε σχολεία, ή τους έβαζε υπευθύνους σε έργα που αναλάμβανε ο ίδιος. Την ίδια άριστη σχέση είχε ο Πικιώνης και με τους μαθητές του. Εκείνη την εποχή οι φοιτητές του στο Πολυτεχνείο δεν ξεπερνούσαν τους δέκα και με όλους οι σχέσεις ήταν «οικογενειακές».
Η Αγνή Πικιώνη, είναι το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του Δημήτρη Πικιώνη και της συζύγου του, Αλεξάνδρας Αναστασίου, η οποία ήταν, κατά δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του και πολύ πρακτική γυναίκα. «Αν και πάντα υπήρχε βοήθεια στο σπίτι, εκείνη είχε τον πρώτο λόγο στο νοικοκυριό. Έφτιαχνε κουραμπιέδες και μελομακάρονα, κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων, και της άρεσε να περιποιείται και να φροντίζει τον μπαμπά μου. Το απόγευμα, του πήγαινε στο κρεβάτι τον δίσκο με τον καφέ του και έπειτα, τον άφηνε απερίσπαστο, στο γραφείο του, να σχεδιάζει, να ζωγραφίζει, να δημιουργεί», εξιστορεί η Αγνή, με την οποία διαμένουμε, σήμερα, στην ίδια πολυκατοικία. Για την ακρίβεια σε διπλανά διαμερίσματα, μεσοτοιχία, πράγμα για το οποίο καμαρώνω, φυσικά. Τη βλέπω και συνομιλώ μαζί της, καθημερινώς, λοιπόν, όπως και με την κόρη της, την εγγονή του Πικιώνη, Ντόρα Ρόκου – Πικιώνη.
Τα σπίτια της περιοχής, που έχτισε ο αρχιτέκτονας, όσα στέκουν ακόμη, αλλά και οι αναμνήσεις, από όσα έχουν κατεδαφιστεί, θυμίζουν πόσο υπέροχη γειτονιά ήταν -και παραμένει ατόφια η αίγλη της- η Κυπριάδου, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η πολυκατοικία, στην οποία συνδιαμένουμε, όπως ανέφερα, σήμερα, έχει χτιστεί από τον μεγαλύτερο αδελφό της, Πέτρο, ο οποίος διατηρούσε αρχιτεκτονικό γραφείο μαζί με τον πατέρα Πικιώνη. Το μοναδικό σπίτι της οικογένειας είναι αυτό στην Αίγινα, το οποίο ο Πικιώνης έφτιαξε λίγα χρόνια προτού πεθάνει, έπειτα από επιμονή της συζύγου του.
Η Αγνή Πικιώνη, θυμάται πως όταν εκείνη ήταν κοντά στα δεκατρία, ο Πικιώνης έκανε παρέα με τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Παράλληλα, ανοίγει οικογενειακά μπαούλα, άλμπουμ με φωτογραφίες, ξετυλίγει ιστορίες και πάει πίσω στα μέσα του 20ού αιώνα, στα παιδικά χρόνια της, κατά την περίοδο που ο Πικιώνης έφτιαχνε την Ακρόπολη, αλλά και πιο πίσω, στα σπίτια της Κυπριάδου, της Φιλοθέης, της Αίγινας. Ταξίδι με πτυχές άγνωστες σε εμάς, με στοιχεία της προσωπικότητας ενός σπουδαίου ανθρώπου, ο οποίος αδιαφορούσε για χρήμα, τη δόξα και την υστεροφημία. Για έναν καλλιτέχνη, ο οποίος σχεδίασε τις πιο όμορφες και κατοικίες των Πατησίων, αλλά ο ίδιος έμενε στο νοίκι. Έναν αρχιτέκτονα, που έδωσε πνοή και ζωντάνια στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη, αλλά και για έναν τρυφερό και στοργικό πατέρα, που επιθυμούσε τα παιδιά του να ασχοληθούν με ό,τι πραγματικά αγαπούσαν.
Στην Αγνή, που ήταν η μικρότερη κόρη του, όπως είπα, έπεσε το βάρος της μετακόμισης, από το σπίτι όπου μεγάλωσαν, Μαρκορά και Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου, σε ένα της ίδιας γειτονιάς, το σημερινό, όπου συνδιαμένουμε. «Τα αδέλφια μου είχαν μεγαλώσει πια και είχαν παντρευτεί. Οι γονείς μου, ήταν αρκετά ηλικιωμένοι και έπρεπε εγώ να μετακομίσω βιβλιοθήκες και τόμους βιβλίων και χειρογράφων. Στην πραγματικότητα, αγνοούσα τι είχε αξία, από όλα αυτά, και τι όχι. Ευτυχώς, δεν πέταξα κάτι σημαντικό», ανακαλεί στη μνήμη της, η Αγνή Πικιώνη.
Στο γραφείο του Πικιώνη υπήρχε ένα μικρό μπαούλο μέσα στο οποίο, με αφορμή τη μετακόμιση, η κόρη του ανακάλυψε τα ζωγραφικά του έργα, τις δημιουργίες των νεανικών του χρόνων, αποτελέσματα των σπουδών του στο Μόναχο, στο ελεύθερο σχέδιο και στη γλυπτική, στα οποία ωστόσο ο ίδιος δεν πίστευε πολύ, ίσως επειδή ο κρυφός του πόθος ήταν ανέκαθεν η αρχιτεκτονική.
«Εντυπωσιάστηκα, και στο καινούργιο σπίτι άρχισα να κορνιζώνω μερικά από αυτά», αναφέρει. «Ασ’ τα αυτά, θα τα διορθώσουμε καμιά φορά», σχολίαζε εκείνος. Και μπορεί ο ίδιος να μη φρόντισε ποτέ να αναδειχθούν οι πρώτες δημιουργίες του, αλλά η Αγνή Πικιώνη έβαλε στόχο να συγκεντρώσει όλο το έργο του και να δώσει, σε αυτά τα ζωγραφικά αριστουργήματα, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα, τη θέση που τους άξιζε. Η Αγνή Πικιώνη, έχει παραχωρήσει ακέραιο και αυτούσιο το υλικό, ζωγραφικό και αρχιτεκτονικό, στο Μουσείο Μπενάκη. Σήμερα, όλο το αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό του αρχείο βρίσκεται εκεί και είναι προσβάσιμο στο κοινό.
Πώς θα ήταν τα δρομάκια γύρω από την Ακρόπολη αν δεν είχε αναλάβει ο Πικιώνης το έργο; «Πριν από αυτόν, πάντως, υπήρχε απλώς ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγούσε στον Ιερό Βράχο και ένας χωματόδρομος που έφτανε στο εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη», εξηγεί και θυμάται ότι σε αυτό το εκκλησάκι ο Πικιώνης συνόδεψε νύφη τη μεγάλη του κόρη, αρκετά χρόνια προτού αποφασίσει να αλλάξει την όψη του.
Η Αγνή Πικιώνη δεν θυμάται ξεχωριστά την ενασχόλησή του με την αρχιτεκτονική, σε σχέση με τις άλλες. «Είχα συνηθίσει ότι ο μπαμπάς έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και όταν επέστρεφε έπρεπε να ξαπλώσει να ξεκουραστεί. Τον ταλαιπωρούσαν πονοκέφαλοι και πολλά βράδια τα περνούσε ξάγρυπνος. Ωστόσο, ένα απόγευμα, μου έχει χαραχθεί στη μνήμη, καθώς ο 70χρονος τότε πατέρας μου, αν και κουρασμένος, ξεκίνησε να μας πάει σε έναν από τους κινηματογράφους της περιοχής. Η κούραση, όμως, τον κατέβαλε τόσο πολύ, που δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τη βόλτα μας. Έπρεπε να επιστρέψει σπίτι για να ξεκουραστεί.».
Ο Πικιώνης δεν είχε άμεση εμπλοκή με την πολιτική αλλά θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει δεξιόφρονα, με τη σημερινή προσέγγιση, ενδεχομένως και ορολογία. «Δεν του πήγαινε να είναι απόλυτος», εξηγεί η κόρη του και θυμάται πως ήταν δίπλα σε όποιον το είχε ανάγκη, οποιαδήποτε παράταξη και να υποστήριζε.
Είχε φίλους αριστερούς και δεξιούς, ήθελε, πάνω απ’ όλα, να είναι νηφάλιος και δίκαιος, όπως και παρέμεινε ως το τέλος. Δίκαιος με τους άλλους, με τον εαυτό του,ς δίκαιος στο σπίτι του, δίκαιος με τα παιδιά του. Αν και η μητέρα της οικογένειας είχε αναλάβει τον ρόλο της διαπαιδαγώγησης, εκείνος ήταν κοντά τους όσο περισσότερο το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις του. Τους καλλιέργησε τα ιδανικά και τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Τους έμαθε να βλέπουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της τέχνης και ήθελε να ασχοληθούν με αυτό που αγαπούν. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και εκείνα με τα δικά τους παιδιά.
Ο Πικιώνης, πίστευε ότι στην Ελλάδα ένα σπίτι 80 τ.μ. είναι αρκετό. «Ο βίος στην Ελλάδα είναι ως επί το πλείστον υπαίθριος», υποστήριζε και με αυτόν τον γνώμονα φρόντισε να δημιουργήσει το τέλειο περιβάλλον για τις δικές μας βόλτες, στην Αθήνα, αλλά και των επισκεπτών της.
Όλοι λατρεύουμε τους περιπάτους στον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης, βαδίζοντας πάνω στις πέτρες του Πικιώνη, προς τον Παρθενώνα και κοιτώντας τη θέα του ιστορικού κέντρου αλλά και της θάλασσας του Σαρωνικού.
«…ήταν φορές που αισθανόμουν πως εις τα θεμέλια που εισχωρούσαν βαθιά στη γη, εις τους ογκώδεις τοίχους και τις καμάρες των, ήταν η ψυχή μου μια απ’ τις πολλές πέτρες που εντοιχιζόταν…»
Δ. Πικιώνης
Πηγή: Facebook- Χαριτίνη Ξύδη
*****
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ο Φρόιντ και οι Έλληνες: Οι κλασικές ρίζες της δυτικής ψυχολογίας
Η δίκη του Σωκράτη: Όταν η σκέψη έγινε έγκλημα
Γιώργος Σεφέρης: Λίγες είναι οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν
ΗΠΑ- Κίνα: Η σταθερή αλληλεξάρτηση μικροτσίπ- σπάνιων γαιών
Βιρτζίνια Γουλφ: Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα που έχει απομείνει
Πού θα οδηγήσει η παρακμή της φιλολογίας;
Γιάννης Ρίτσος: Με τρομάζει η ομορφιά σου
Πώς οι Δημοκρατίες πέφτουν εκ των έσω
Πόσο εύκολη είναι η αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους;
Πώς αλλάζει σελίδα η Ιστορία;
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...