Ακολουθεί ένα κείμενο της Λιλής Ζωγράφου για την Μαρία Πολυδούρη
*****
Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από το φόβο.
Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σε έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει.
Ζούνε σε μέρες και μήνες τις συγκινήσεις που θα χρειαστούν οι πολλοί, χρόνια να τις αγγίξουν και καταλυούνται γρήγορα και σπάταλα, χωρίς να τρομάζουν.
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν απ' αυτούς.
Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε στο φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας φθίνουσας νότας.
Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ' ένα φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό.
Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα.
Το βάδισμά της δεν το άκουγες.
Δεν ήξερε το θόρυβο.
Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέκταση.
Ένας παναισθησιακός τύπος, να τί ήταν η Μαρία Πολυδούρη.
Αγαπούσε να υπάρχει λες και ήταν πρεσβευτής της ζωντανής ζωής.
Γιατί η Μαρία πέθανε ζώντας.
Λίγοι άνθρωποι πεθαίνουνε στη ζωή.
Συνήθως φοβούνται το θάνατο, και ζούνε νεκρά, καθηλωμένοι σε μια αδράνεια.
Ζωή δεν είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξής μας από τα ληξιαρχικά χαρτιά της γέννησης, της βάπτισης και του θανάτου.
Αλλά μια ακατασίγαστη περιπέτεια κι ένα πάθος για όλους και όλα, μια πίστη για κάποιο ιδανικό που μας κρατά άγρυπνους.
Και αν δεν έχει για όλους αυτή τη σημασία η ζωή, η Μαρία Πολυδούρη έτσι την ένιωσε...
*****
Ήταν κόρη του εξαίρετου φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη, από τη Μικρομάνη, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις.
Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής.
Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της.
Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.
Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη: Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Το 1928 κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος».
Το πρώτο άρθρο για την Μαρία Πολυδούρη που βασίζεται στο αρχείο της και το ημερολόγιό της ανήκει στη Βασιλική Μπόμπου- Σταμάτη και είναι δημοσιευμένο στην Ελληνική Δημιουργία 7(1954), σ. 617-624. Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου.
Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος (Το ποίημα: «Στον τραγουδιστή», παρόλο που στον 45 στροφών δίσκο γράφει ποίηση Μαρία Π. Πολυδούρη (και ενώ το πατρώνυμο ήταν Ευγένιος), ανήκει στην Μαρίκα Πίπιζα Μαντζούνη. Έχει δημοσιευθεί στο ετήσιο ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά» για το έτος 1912.
Το 1921 η Πολυδούρη μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ποιες συμβουλές έδινε ο Νίκος Γκάτσος στον Μάνο Χατζηδάκι
Οι τέσσερις κύριοι κανόνες της μεθόδου του Καρτέσιου
Η ξύλινη σκάλα και το Πάσχα των Ελλήνων του Γιώργου Θέμελη
Όσκαρ Ουάιλντ: Εκεί που γίνονται όλες οι αμαρτίες του κόσμου
Ανρί Μπεργκσόν: Τα μαθηματικά μας βοηθούν να προσλάβουμε λογικά τον κόσμο
Μια βόλτα στον Κήπο του Επίκουρου, παρέα με τον Ανατόλ Φρανς
Άννα Συνοδινού, η ηθοποιός που έσκαβε βαθιά στα κείμενα της αρχαίας τραγωδίας
Ίρβιν Γιάλομ: Τα υλικά αγαθά είναι απατηλά
Χάνα Άρεντ: Με ένα λαό που δεν πιστεύει τίποτα, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις
Στέφαν Τσβάιχ, ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας του Μεσοπολέμου γράφει για τον Κόσμο του Χθες
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...