Η Πτώση (La Chute*, 1956) του Αλμπέρ Καμύ δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα. Είναι ένας καθρέφτης – σκοτεινός, παραμορφωτικός, ενοχλητικά ειλικρινής. Μέσα από τον μονόλογο ενός πρώην διακεκριμένου Παριζιάνου δικηγόρου, του Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ο Καμύ επιχειρεί να φωτίσει τα πιο κρυφά και συχνά αποσιωπημένα στρώματα της ανθρώπινης ηθικής και συνείδησης.
Ο αφηγητής, αποστασιοποιημένος από την παλιά του ζωή και εγκατεστημένος πλέον στο Άμστερνταμ –μια πόλη-σύμβολο της παρακμής και της εσωτερικής αποσύνθεσης– μιλά στον αναγνώστη με τον τρόπο ενός εξομολόγου ή, καλύτερα, ενός κατήγορου που συμπαρασύρει τον συνομιλητή του σε μια κοινή συνείδηση ενοχής. Δεν πρόκειται για διάλογο. Είναι μια μονόπλευρη συνομιλία, με τον Κλαμάνς να οδηγεί το ακροατήριό του στη συνειδητοποίηση ότι πίσω από κάθε πράξη καλοσύνης κρύβεται συχνά μια ανάγκη επιβεβαίωσης – ή ένας φόβος τιμωρίας
Η "πτώση" του Κλαμάνς ξεκινά συμβολικά με μια σιωπή: όταν ακούει μια γυναίκα να πέφτει από μια γέφυρα στον Σηκουάνα και επιλέγει να μην αντιδράσει. Η πράξη της απραξίας –αυτή η βουβή συνενοχή– γίνεται το σημείο μηδέν μιας υπαρξιακής κρίσης. Από εκείνη τη στιγμή, ο ίδιος παραιτείται από κάθε αυταπάτη περί αρετής και αναλαμβάνει τον ρόλο του "δικαστή-μεταμελημένου", ενός ανθρώπου που καταδικάζει τους άλλους για να μπορέσει να αντέξει την ίδια του την ενοχή.
Ο Καμύ, μέσω του Κλαμάνς, διατυπώνει μια ριζοσπαστική σκέψη: ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ εντελώς αθώος. Η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρόχειρη κατασκευή, που θρυμματίζεται μόλις έρθουμε αντιμέτωποι με τη δική μας αδράνεια ή αδιαφορία. Η "κρίση", δηλαδή η ηθική αποτίμηση, δεν είναι πράξη αντικειμενική – είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Κατηγορώ για να μην κατηγορηθώ. Καταδικάζω για να προστατέψω το είδωλο του εαυτού μου.
Ο μονόλογος του Κλαμάνς αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν τον δούμε υπό το πρίσμα της σύγχρονης κρίσης αξιοπιστίας των θεσμών – και ιδιαίτερα του δικαστικού σώματος. Όπως και στο μυθιστόρημα, έτσι και στην εποχή μας, η "κρίση" συχνά εκφέρεται όχι ως αντικειμενική ανάγκη απονομής δικαίου, αλλά ως πράξη εξουσίας, άλλοτε υποκριτική και άλλοτε επιλεκτική.
Σε έναν κόσμο όπου η δικαιοσύνη εμφανίζεται να λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά –άλλοτε τυφλή, άλλοτε παντεπόπτης, συχνά καθοδηγούμενη από πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα– το ερώτημα που θέτει ο Καμύ αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα:
Ποιος έχει το δικαίωμα να κρίνει; Και με ποια ηθική νομιμοποίηση;
Η Πτώση δεν καταδικάζει· δεν κηρύττει. Αντίθετα, αποδομεί. Μας αφαιρεί το άλλοθι της αυτοδικαίωσης και μας αφήνει γυμνούς μπροστά στην πιο άβολη αλήθεια: ότι όλοι κάποια στιγμή σιωπήσαμε, αδρανήσαμε, αποφύγαμε να κοιτάξουμε τον Άλλον – και, ίσως, γι’ αυτό δεν διαφέρουμε και τόσο από εκείνους που κατακρίνουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Από τις φιλοσοφικές έρευνες του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν
Ποιες συμβουλές έδινε ο Νίκος Γκάτσος στον Μάνο Χατζηδάκι
Οι τέσσερις κύριοι κανόνες της μεθόδου του Καρτέσιου
Η ξύλινη σκάλα και το Πάσχα των Ελλήνων του Γιώργου Θέμελη
Όσκαρ Ουάιλντ: Εκεί που γίνονται όλες οι αμαρτίες του κόσμου
Ανρί Μπεργκσόν: Τα μαθηματικά μας βοηθούν να προσλάβουμε λογικά τον κόσμο
Μια βόλτα στον Κήπο του Επίκουρου, παρέα με τον Ανατόλ Φρανς
Άννα Συνοδινού, η ηθοποιός που έσκαβε βαθιά στα κείμενα της αρχαίας τραγωδίας
Ίρβιν Γιάλομ: Τα υλικά αγαθά είναι απατηλά
Χάνα Άρεντ: Με ένα λαό που δεν πιστεύει τίποτα, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις
Στέφαν Τσβάιχ, ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας του Μεσοπολέμου γράφει για τον Κόσμο του Χθες
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...