Έζησε στο ψυχιατρείο δεκατρία χρόνια. Δέκα μήνες. Είκοσι επτά μέρες. Απ’ το βιβλίο που κρατούνταν φαίνεται πως δεν πήγε ποτέ κανείς να τον επισκεφτεί.
Κανείς.
Ποτέ.
Χρόνια πολλά μετά τον ρώτησε η ανιψιά του, η Ειρήνη, πώς τα περνούσαν εκεί μέσα.
Απάντησε: «Τί να κάνουμε, παιδί μου; Μας βάζαν και κουβαλούσαμε νερό με το κοφίνι».
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1851. Πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Απ’ όλα αυτά τα χρόνια που έζησε, λείπουν τα δεκατρία, του πήραν τα δεκατρία. Που ήταν σε εγκλεισμό. Κάνω τους υπολογισμούς. Σημειώνω. Είσοδος στο ψυχιατρείο το 1888- έξοδος από το ψυχιατρείο τον Απρίλιο του 1902. Θάνατος μάνας το 1916.
Επανεκκίνηση ζωής Χαλεπά, μάλλον το 1916. Όταν πέθανε η μάνα του. Όταν πέθανε η μάνα του, οι ανιψιές του την μοιρολογούσαν. Εκείνος γύρισε κι είπε: «Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω». Και την έπιασε. Από εκεί που την είχε αφήσει. Από εκεί που η μάνα του τού το είχε απαγορεύσει με κάθε τρόπο.
Χαζεύω τη φωτογραφία του. Στην Ακρόπολη. Στον φυσικό του χώρο δηλαδή. Επειδή αυτή ήταν η ζωή του, το πάθος, η μοίρα και η λύτρωσή του: τα μάρμαρα. Η οικογένεια του είχε παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου. Ο πατέρας του είχε επιχειρήσεις μαρμαρογλυπτικής. Και το είχε σπουδάσει όλο αυτό ο Χαλεπάς.
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική. Πήρε το τρίτο βραβείο προτομών στο τμήμα της ζωγραφικής και το πρώτο βραβείο κοσμηματογραφίας στο τμήμα γλυπτικής. Κι αργότερα όταν πήγε στο Μόναχο στην Ακαδημία Καλών Τεχνών βραβεύτηκε σε διάφορους διαγωνισμούς.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Αθήνα. Ήρεμος. Στο σπίτι της ανιψιάς του, της Ειρήνης. Τον έφερε να ζήσει κοντά της, το 1930. Και η φωτογραφία στην Ακρόπολη τραβήχτηκε την ίδια χρονολογία, το 1930.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές την τόση μοναξιά του, τα χέρια του ορφανά χωρίς τη γλυπτική του, μα σκέφτομαι πάλι, πως ίσως τελικά πρόλαβε κι αγαπήθηκε. Από έναν άνθρωπο. Απ’ την ανιψιά του, την Ειρήνη.
Επειδή τον πήγε εκεί, επειδή τον πήγε εκεί που ήξερε πως εκείνος θα αγαπούσε.
Επειδή τον άφησε να ξαποστάσει πάνω στα μάρμαρα.
Επειδή τον γύρισε εκεί που ανήκει.
Στο πραγματικό του σπίτι.
Τα γλυπτά.

πηγή: Γιάννα Κούκα- facebook
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ποιες συμβουλές έδινε ο Νίκος Γκάτσος στον Μάνο Χατζηδάκι
Οι τέσσερις κύριοι κανόνες της μεθόδου του Καρτέσιου
Η ξύλινη σκάλα και το Πάσχα των Ελλήνων του Γιώργου Θέμελη
Όσκαρ Ουάιλντ: Εκεί που γίνονται όλες οι αμαρτίες του κόσμου
Ανρί Μπεργκσόν: Τα μαθηματικά μας βοηθούν να προσλάβουμε λογικά τον κόσμο
Μια βόλτα στον Κήπο του Επίκουρου, παρέα με τον Ανατόλ Φρανς
Άννα Συνοδινού, η ηθοποιός που έσκαβε βαθιά στα κείμενα της αρχαίας τραγωδίας
Ίρβιν Γιάλομ: Τα υλικά αγαθά είναι απατηλά
Χάνα Άρεντ: Με ένα λαό που δεν πιστεύει τίποτα, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις
Στέφαν Τσβάιχ, ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας του Μεσοπολέμου γράφει για τον Κόσμο του Χθες
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...