Πρόλογος στο βιβλίο ΠΥΡΑΜΙΔΑ 67 του Ρένου Αποστολίδη, του μοναδικού βιβλίου που δεν παίρνει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, μόνο μιλάει για την τραγικότητα του πολέμου, ειδικά του εμφυλίου, ειδικά στην Ελλάδα...
του Ρένου Αποστολίδη (1924- 2004)
Είναι γραμμένο με αίμα, όχι με μελάνι, από τον νέο που ήμουν, 23 ως 25 χρονών, μέσα στη φωτιά του εμφυλίου που έζησα στρατιώτης του 47 – 49, στις κρισιμότερες μάχες της κόλασης εκείνης, στο Γράμμο, στο Μάγκοβετς (αριστερή κορφή του Βίτσι), στο Κάμενικ, στο Σμόλιγκα, στο Αμάραντο, στη Μαρία, στην Ρούμελη, δυο φορές όλα αυτά, το '48 και το '49, και στο Μοριά, στην "εκκαθαριστική" της Ένατης Μεραρχίας από Αίγιο ίσαμε Ταΰγετο, χωρίς να ρίξω ούτε μία σφαίρα, όπως το 'χα ορκιστεί, κατά κανενός, ό,τι κι αν πιστεύει, και γράφοντας συνέχεια, ό,τι έβλεπα και τράβαγα και ένιωσα και σκεφτόμουν, "να τα μαρτυρήσω του κόσμου", όπως έλεγα, "να δη", αν ζούσα.
Η "Πυραμίδα 67" βγήκε από τις 5.000 εκείνες σελίδες συρμάτινων μπλοκ που έγραψα και έστελνα, με κίνδυνο της ζωής μου πρόσθετο, από τα στρατοδικεία της Δεξιάς που μ' είχε στρατεύσει.
Και με τον πιο απλό -πιο "αντιλογοτεχνικό" θα 'λεγε κανείς, ίσως- τρόπο: Έβαλα τα γράμματα στην απόλυτη χρονολογική τους σειρά, και κράταγα μόνο μια φορά το καθετί τους (πορείες, να πούμε, βάσανα του πολέμου), όσο κι αν επαναλαμβάνονταν στην πραγματικότητα.
Ύστερα έδωσα στον πατέρα μου το τελικό γραφτό πούχε προκύψει, και αυτός έκοψε -πολλές φορές και με το ψαλίδι, σελίδες επί σελίδων- και άφησε σχεδόν τα μισά.
Μακάρι να 'κοβε κι άλλα ο παλιός έμπειρος "επιμελητής ύλης".
Θα ‘τανε καλύτερη.
Μακάρι και ο Πάουντ να ΄κοβε κι άλλα του Έλιοτ.
Καλύτερη θα ταν και η "Έρημη Χώρα" του.
Η γυναίκα μου η Βία κλαδεύει άγρια τα φυτά της βεράντας μας, "σπαρτιάτικη ζωή να ζούνε", καθώς λέει.
Και τα λουλούδια μάς πνίγουνε την άνοιξη.
Τώρα, δεν μπορώ να κόψω πια τίποτε.
Πολλά θα 'κοβα με την εμπειρία εκείνου πούμαθε, ίσως, να γράφει αφού έκανε το ένα τέταρτο της περιμέτρου της γης, μισόν αιώνα με το στυλό!
Αλλά θα ταν αλλοίωση!
Και η "Πυραμίδα 67" δεν έχει ούτε ένα ψέμα ουσίας, ούτε ένα φτιασίδι, στολίδι, μερεμέτι, και ούτε θα χρειάζεται.
Η πραγματικότητα δεν παίρνει διόρθωση, μας αρέσει δε μας αρέσει.
Έγραφα συνέχεια.
Κάθε στιγμή που στεκόμουν και δεν περπάταγα, δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν.
Συνέχεια!
Και πάνω σε όλες τις μάχες για όλες τις σφαίρες και τα βλήματα που σφύριζαν γύρω μου, και τους όλμους- για όλους τους ήχους των ριπών, των καταιγιστικών, των ρουκετών που σκάγανε απέναντι στον Κλέφτη (ήχος καυτηρίασής βάναυσης πρώτα, σα σάρκας, κι ύστερα έκρηξη, που δεν αντέχεται με τίποτα, ούτε από τον "αντίπαλο").
Αλλά και για ό,τι άλλο!
Για μια κότα που στάθηκε σε μια μάντρα πάνω και με κοίταζε καθώς περνούσαμε από έρημο χωριό.
Για αετούς που κάναν έρωτα στροβιλιστό και άγριο πάνω από το κεφάλι μου στον ουρανό της Αϊτομηλίτσας, από Γράμμο ίσαμ' Αρένες, και από Μούκα Πέτρα ίσαμε το Λιούκο με τις θεόρατες οξυές στα 2220, πλανάροντας χωρίς ούτε ένα φτεράκισμα, κι ύστερα ορμώντας με τα ρεύματα να ξαναρπαχτούν, να ξαναστροβιλιστούν σαν κοχλίας, και να βρέχει πτίλα τους ασπρόμαυρα – τι έρωτας θεέ μου, για κείνο που ο Μουσαίος το λέει "ο δ' αετός, ωά τρία τίκτει, δύο εκλέπει, εν δ' αλεγίζει".
Ή, στον Τσομπάνη, πάνω από την Μόλιστα, σκοπός κάτω από το θανάσιμο Κλέφτη, κατάγραφα την αυγή – παλεύοντας να αποτυπώσω με ανήμπορα γράμματα – όλα τα ίστσεβιτς ιτ, τσίους ιτ, τσιούστσεβιτς ιτ, "Εκείνης" και "Εκείνου" του φτερωτού ελεύθερου στον παράδεισο των απέραντων φυλλωμάτων, ότι "έπιασαν" ίσως "μια μύγα και την πάνε στα μικρά τους", ή "έλ' αποδώ! αποδώ! στις κορφές του ξάγναντου, που βαράει η πρώτη αχτίδα".
Όλα με μια μανία τρελή: Να ζήσω γράφοντας! (μπορεί αυτό καταβάθος νάταν...).
Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
εκδοση 8η,
Οκτώβριος 2007
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...